Ο Θανάσης Βέγγος ήταν Έλληνας κωμικός ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου και σκηνοθέτης. Iδρυτής της εταιρείας κινηματογραφικών παραγωγών ΘΒ Ταινίες Γέλιου. Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Βέγκος και όπως είχε πει, το έγραφε με “γγ” όταν έγινε ηθοποιός γιατί φαινόταν καλύτερα στο μάτι.
Θανάσης Βέγγος: Το ξεκίνημα της καριέρας του και η βοήθεια του Κούνδουρου
Άφησε την δίκη του ιστορία στον ελληνικό κινηματογράφο και αγαπήθηκε τόσο όσο λίγες διάσημες προσωπικότητες, το χαμόγελο του, τα αστεία του αλλά και το υποκριτικό του ταλέντο, λείπουν μέχρι και σήμερα από την τηλεόραση.
Επειδή είσαι από τους λίγους ανθρώπους σ’ αυτόν τον τόπο, που εμφανίστηκε στο σινεμά χωρίς να ‘χει καμιά σχέση μ’ αυτό και δημιούργησε ένα χαρακτήρα, θα ‘θελα να μου μιλήσεις για το ξεκίνημά σου… Ο Κούνδουρος. Ο Νίκος Κούνδουρος. Αν δεν συναντιόμαστε στο Στρατό, δεν θα υπήρχε στο πανί ούτε Θανάσης, ούτε Βέγγος. Δούλευα σ’ ένα πατάρι τα δέρματα. Στο Στρατό μαζευτήκαμε μια ομάδα για να σκαρώσουμε μια παράσταση.
Ο Κούνδουρος ήταν σκηνογράφος. Μια μέρα μου λέει: «Θανάση, όταν απολυθούμε θα παίξεις σε μια ταινία που θα φτιάξω». Γύρισα στο πατάρι κι ούτε που το θυμόμουνα. Έτσι, όταν ήρθε να με βρει, δεν είχα καμιά διάθεση πια κι αρνήθηκα.
Η επιμονή του όμως ήταν τέτοια, που στο τέλος με κατάφερε. Γυρίστηκε η «Μαγική Πόλη» και βρέθηκα μέσα σ’ ένα καινούργιο κόσμο, που ταυτόχρονα αποτελούσε και μια λύση για το οικονομικό μου πρόβλημα. Έπαιζα τρίτους ρόλους και δούλευα σαν φροντιστής για ένα κομμάτι ψωμί. Αυτή είναι η αρχή. Χειρότερες μέρες δε θυμάμαι στη ζωή μου. Γυρίστηκε και ο «Δράκος». Μέσα σε δυο χρόνια έπαιξα 22 μικρούς ρόλους που μ’ είχαν τσακίσει. Ήθελα να κάνω κάτι άλλο, οπωσδήποτε κάτι πιο σημαντικό. Είχα κάποια επιτυχία και μου ‘δώσαν ρόλους πρωταγωνιστή. Πνιγόμουνα εκεί μέσα, καταλάβαινα πως δεν ήμουν εγώ, αλλά κάποιος ηθοποιός Βέγγος που τον μεταχειριζόντουσαν όπως ήθελαν.
Σε τέτοιο σημείο φτάσανε τα πράγματα, και σκέφτηκα να κάνω μια δική μου εταιρία παραγωγής, όπου οι ταινίες θα γινόντουσαν όπως πάνω-κάτω ήθελα. Με βοήθησαν πολύ δύο σκηνοθέτες που κατάλαβαν και πίστεψαν σ’ αυτά που σκεφτόμουνα. Ο Πάνος Γλυκοφρύδης και ο Ερρίκος Θαλασσινός. Ταινίες σαν τον «Παπατρέχα» ή το «Μην Είδατε τον Παναή» δεν θα ‘βγαιναν χωρίς αυτούς. Και μέχρις ένα σημείο ήμουνα ήσυχος. Είχα δυο ανθρώπους που μπορούσαν να με καταλάβουν και να προωθήσουν τις σκέψεις μου πάνω στο φτιάξιμο μιας ταινίας. Μια μέρα ο Γλυκοφρύδης μου είπε πως ήταν αδύνατο να συνεχίσει μαζί μου, γιατί δεν πίστευε πως οι ταινίες αυτές ανταποκρίνονταν στις απόψεις που είχε για το σινεμά. Η επιτυχία τού «Με τη λάμψη στα μάτια» σιγούρεψε τη στάση του.
Λίγο κατόπιν οι δουλειές του Θαλασσινού δεν του αφήναν περιθώρια ν’ ασχοληθεί μαζί μου. Τότε βρέθηκα σε δύσκολη θέση. Δεν είχα εμπιστοσύνη σε άλλο άνθρωπο και το χειρότερο, πίστευα πως δεν υπήρχε άλλος άνθρωπος που να με καταλαβαίνει. Έτσι πέρασα στη σκηνοθεσία. Πάλεψα όσο μπόρεσα, το αποτέλεσμα το ξέρεις: 4.000.000 δραχμές χρέος, αυτή ήταν η αμοιβή μου. Τρεις κλητήρες κάθε πρωί έξω απ’ την πόρτα μου κι από ολόκληρη την εταιρία έμεινε μονάχα ένα τηλέφωνο. Σ’ αυτήν την τραγική κατάσταση, ο Φίνος ήταν μια λύση. Του εκχώρησα όλες μου τις ταινίες. Τώρα του χρωστάω γύρω στα 2.000.000 και γυρίζω ταινίες για λογαριασμό του έναντι του χρέους.Όμως υπάρχει κι ο Κατσουρίδης. Μετά τον «Δρα Ζιβέγγο» πείστηκα ότι είναι ο καινούργιος μου άνθρωπος. Αφέθηκα σ’ αυτόν και αισθάνομαι μια σιγουριά. Φτιάχνουμε συμπαραγωγές και παρά τις επιμέρους διαφωνίες μας του μένω πιστός και θα του μένω για όσες ταινίες θελήσει. Ώσπου να βαρεθεί. Είμαι δύσκολος στις σχέσεις μου. Δεν είμαι κοινωνικός τύπος.
Ούτε μπορώ να ζω όπως η Λάσκαρη με δυο δημοσιογράφους στο κατόπι. Είναι η πρώτη συνέντευξη που δίνω, ας πούμε, γύρω από τη δουλειά μου κι αυτό φανερώνει πως δεν μπορώ να συνεννοηθώ εύκολα με τους ανθρώπους αν δε μου εμπνέουν εμπιστοσύνη. Το πέρασμά σου στη σκηνοθεσία σού δίνει κι ένα πρόσθετο δικαίωμα. Μπορείς να μιλήσεις γι’ αυτήν την παρουσία σου; Θα σου πω κάτι. Ο Κούνδουρος στη «Μαγική Πόλη», όταν πήγε να στήσει τη μηχανή έφαγε καρπαζιά με το κουτάλι. Δεν είχε ιδέα τι του γινόταν. Στο τρίτο γύρισμα ήτανε ξεφτέρι. Δασκάλευε και τους δασκάλους του. Αυτό σημαίνει πως περισσότερο μετράει αν έχεις κάτι μέσα σου για να πεις. Τα υπόλοιπα μαθαίνονται.Λοιπόν, εγώ, ο Θανάσης Βέγγος, είμαι ενστικτώδης άνθρωπος. Ίσως μέσα μου να μην υπάρχει τίποτε άλλο.
Μπαίνω στο πλατώ και διαβάζω τη σκηνή που έχω να γυρίσω. Δεν μπορώ να σκεφτώ. Λέω: η μηχανή εδώ. Αν με ρωτήσεις γιατί εδώ κι όχι εκεί, δεν ξέρω ν’ απαντήσω. Αλλά είμαι σίγουρος ότι η μηχανή θα σταθεί εδώ. Αφού τελειώσει η λήψη, δε θα γυρίσω να κοιτάξω πίσω. Η μηχανή στήθηκε εδώ, πάει και τελείωσε. Αν δω τη σκηνή στην οθόνη, ίσως να μη μ’ αρέσει. Την επόμενη φορά η μηχανή θα στηθεί σ’ άλλο μέρος. Εκεί που θα ‘μαι σίγουρος, χωρίς να ξέρω γιατί ότι πρέπει να στηθεί.
Μετά, δε μπορώ να χωνέψω τις ιστορίες του Θανάση, γραμμένες σ’ ένα χαρτί από έναν άνθρωπο που δεν έχει σχέση με το γύρισμα. Τελευταία με τον Κατσουρίδη το βάλαμε σε κάποιον δρόμο. Το σενάριο χτενίζεται από τρία χέρια μέχρι ν’ αρχίσουμε το γύρισμα. Στο τέλος το πετάμε στα σκουπίδια κι αυτοσχεδιάζουμε. Πίστεψέ με, τα πράγματα βγαίνουν μόνα τους. Τα τελευταία 300 μέτρα της «Ιουλιέττας» είναι γυρισμένα χωρίς σενάριο. Όλη η απαγωγή, το ανέβασμα στα κεραμίδια και ό,τι ακολουθάει, ήρθαν μόνα τους, σαν φυσικό επακόλουθο της τρέλας των δύο εραστών. Ξοδέψαμε 22.000 μέτρα νεγκατίφ για την ταινία, αλλά κάναμε αυτό που νομίζαμε σωστό. Δε στο κρύβω, ότι οι καλύτερες στιγμές μου στο σινεμά γυρίστηκαν χωρίς σενάριο.
Περισσότερες πληροφορίες για την υποκριτική καριέρα του Θανάση Βέγγου
Η αρχή του «Δρα Ζιβέγγου», το ξύρισμα με το πλαίυ μπάκ του Κουρέα της Σεβίλλης στο «Ασύλληπτο Κορόιδο», η σκηνή με το γραμμόφωνο στην Περαία στο «Επιχείρηση Γης Μαδιάμ», είναι γυρισμένες με μια μηχανή στο χέρι. Αυτή η μηχανή πρέπει να’ ναι τρελή σαν τον Θανάση. Πέφτω στη θάλασσα, ανεβαίνω στους στύλους, κρεμιέμαι απ’ τα κεραμίδια, ό,τι έχει σημασία είναι ο Θανάσης. Αυτή είναι η απεικόνιση – όχι η προσφορά, δεν πιστεύω πως υπάρχει κάτι τέτοιο – ενός ανθρώπου που εκφράζει τις ανησυχίες μου. Στο ξαναλέω. Δουλεύω με το ένστιχτο, δεν έχω κανένα ταλέντο, κα… … κι ο Θανάσης; …κανένα ταλέντο. Μόνο αυτή τη φάτσα, που, κοίταξέ την καλά και διάβασε. Εδώ είν’ αποτυπωμένη όλ’ η μιζέρια, όλ’ η δυστυχία, όλος ο πόνος του ασήμαντου Έλληνα. Κάποιο βράδυ με πλησιάζει εξ’ απ’ το σινεμά ένας γέρος. «Καλέ μου άνθρωπε», μου λέει, «είμαι συνταξιούχος και βλέπω με τη γυναίκα μου τις ταινίες σου. Σ’ ευχαριστώ.
Μόλις βγαίνω απ’ το σινεμά έχω ξαλαφρώσει για τρεις μέρες». Αυτό το ‘καλέ μου άνθρωπε’ έγινε σήμα κατατεθέν του Θανάση. Έτσι, αγαπητέ, φτιάχτηκε σιγά-σιγά ο Θανάσης. Παρατηρώντας τους ανθρώπους μέσα στο χώρο που κινούνται. Στις λαϊκές αγορές, στις γειτονιές, στα σινεμά κ.λπ. Είναι ψέμα να ισχυριστώ πως δεν απευθύνομαι σ’ αυτούς. Μόνο που τελευταία μου κάνουν νερά. Ενώ οι ταινίες μου δουλεύουν στα κεντρικά σινεμά και στην τελευταία προβολή, αντίθετα χάνουν στη συνοικία. Ενώ κερδίζω τους διανοούμενους που αρχίζουν να ασχολούνται μαζί μου – κι είναι αυτό κάτι σαν τιμή για μένα που προκάλεσα την προσοχή των ειδικευμένων κριτικών – αντίθετα η περιμετρική ζώνη αντιδράει στο καινούργιο μου πρόσωπο. Όμως, θα συνεχίσω, γιατί πιστεύω σ’ αυτό που κάνω.
Και με το ίδιο πνεύμα θα προσπαθήσω να τους τραβήξω πάλι με το μέρος μου. Δε σταματώ, γιατί βλέπω τη δουλειά μου να καλυτερεύει κάθε τόσο. Είναι κέρδος και του κοινού. — Μίλα μου για τους υπόλοιπους συνεργάτες… Είμαι δύσκολος στις σχέσεις μου. Σου είπα για το Γλυκοφρύδη και το Θαλασσινό. Το ίδιο τώρα με τον Κατσουρίδη. Δεν είμαι κοινωνικός τύπος. Ούτε μπορώ να ζω όπως η Λάσκαρη με δυο δημοσιογράφους στο κατόπι. Είναι η πρώτη συνέντευξη που δίνω, ας πούμε, γύρω από τη δουλειά μου κι αυτό φανερώνει πως δεν μπορώ να συνεννοηθώ εύκολα με τους ανθρώπους αν δε μου εμπνέουν εμπιστοσύνη. Κατά τα άλλα, προσπαθώ να τελειώνω τις δουλειές μου πριν με πάρουν είδηση. Σου δίνουν το σενάριο και μόλις ακούσουν πως θα το κοιτάξει κάποιος ειδικός, να το διασκευάσει για το σινεμά, φριάζουν, ωρύονται, σου λένε «αυτός ο άσχετος θα πιάσει το σενάριό μου»; Καταλαβαίνεις, με τέτοια νοοτροπία δε μπορείς να κάνεις εύκολα ό,τι θέλεις. Οι ιδέες όμως πάντα είναι δικές μου, μέσα απ’ τον ελληνικό χώρο.
Φλαμουριά ή Τιλιά: Το Φάρμακο της φύσης με το μεθυστικό άρωμα
Προσοχή: Αλλάζει ραγδαία ο καιρός σε λίγες ώρες
Αληθινή γυναίκα, σπίτι, άβαφη και με τις πιτζάμες της: Η Βάσω Λασκαράκη δείχνει την πραγματικότητα χωρίς φίλτρα και μακιγιάζ
O άντρας μου βάζει πάνω απ’ όλα το παιδί από τον πρώτο του γάμο και έχω κουραστεί – Τι να κάνω;»